- σκαπτῆς
- σκαπτόςdugfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκάπτῃς — σκάπτω dig pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… … Dictionary of Greek
σκαπτός — ή, ό / σκαπτός, ή, όν, ΝΑ, και σκαφτός Ν [σκάπτω / σκάφτω] αυτός που μπορεί κανείς να τόν σκάψει νεοελλ. σκαμμένος αρχ. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Σκαπτή ονομασία πόλης τής Θράκης που ονομάστηκε έτσι από ένα δάσος («ἐκ Σκαπτῆς Ὕλης», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek